- πρωτευαγγέλιο
- το, Νθεολ. το πρώτο άγγελμα και η πρώτη προφητεία τού θεού για τον ερχομό τού Μεσσία στον κόσμο που δόθηκε στους πρωτοπλάστους μετά την παράβαση τής θεϊκής εντολής.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + ευαγγέλιο. Η λ., στον λόγιο τ. πρωτευαγγέλιον, μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι].
Dictionary of Greek. 2013.