πρωτευαγγέλιο

πρωτευαγγέλιο
το, Ν
θεολ. το πρώτο άγγελμα και η πρώτη προφητεία τού θεού για τον ερχομό τού Μεσσία στον κόσμο που δόθηκε στους πρωτοπλάστους μετά την παράβαση τής θεϊκής εντολής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + ευαγγέλιο. Η λ., στον λόγιο τ. πρωτευαγγέλιον, μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ιωακείμ — I Όνομα ιεραρχών της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ι. (19ος αι.). Αρχιεπίσκοπος Κύπρου (1821 24). Διαδέχθηκε τον Κυπριανό, ο οποίος απαγχονίστηκε από τους Τούρκους το 1821. Ο Ι. παραιτήθηκε από το αξίωμά του, εξαιτίας αντιδράσεων των πιστών προς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”